- ἔνατμος
- ἔνατμος, ον,A full of vapour, D.S.2.49.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ένατμος — ἔνατμος, ον (Α) αυτός που έχει ατμό … Dictionary of Greek
ἔνατμον — ἔνατμος full of vapour masc/fem acc sg ἔνατμος full of vapour neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ατμός — Η αέρια φάση των ουσιών οι οποίες κάτω από συνηθισμένες συνθήκες πίεσης και θερμοκρασίας βρίσκονται σε υγρή κατάσταση. Σε αντίθεση προς τα αέρια, οι α. κάτω από συνηθισμένες συνθήκες βρίσκονται σε θερμοκρασία κατώτερη από την κρίσιμη. Ο α. λοιπόν … Dictionary of Greek